Βορρᾶς — Βορέας north wind masc acc pl (attic doric) Βορρᾶ̱ς , Βορέας north wind masc nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βορρᾶς — Βορέας north wind masc acc pl (attic doric) βορρᾶ̱ς , Βορέας north wind masc nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βορράς — και βοριάς, ο (AM βορρᾱς, Α και Βορέας, ου, Βορέης και Βορῆς, έω και Βορεύς έως) το ένα από τα τέσσερα κύρια σημεία του ορίζοντα, αυτό που βρίσκεται προς τον Βόρειο Πόλο 2. βόρειος άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ερμηνεύθηκε ως «άνεμος του… … Dictionary of Greek
Βορέας — Προσωποποίηση του ανέμου βοριά στην ελληνική μυθολογία. Αναφέρεται ως γιος του Αστραία (ή του Τυφώνα) και της Ηούς και ισχυρότερος από τους τρεις αδελφούς του, τον Νότο, τον Εύρο και τον Ζέφυρο. Ο Β. συνδέεται στενά με τη Θράκη, τα όρη της και… … Dictionary of Greek
-άδες — (I) κατάλ. πληθ. αρσεν. ουσ. σε ας και ης, π.χ. παπάς παπ άδες, ψάλτης ψαλτ άδες, φαγάς φαγ άδες, μαθητής μαθητ άδες κ.ά. Η κατάλ. αρχικά χρησιμοποιήθηκε αντί τής κατάλ. ες σε ονόματα που τελείωναν σε ας, αργότερα δε επεκτάθηκε και στα λήγοντα σε … Dictionary of Greek
βοριάς — I (17ος αι.). Ιερέας από την Κρήτη, που αναφέρεται συχνά σε δημοτικά τραγούδια του νησιού. Ζούσε στο Ρέθυμνο στα χρόνια της άλωσής του από τους Τούρκους. Οι τρεις του κόρες απήχθησαν από τον Χουσεΐν πασά και στάλθηκαν σε χαρέμια. «Την μια επήρε ο … Dictionary of Greek
υπερβόρειος — α, ο / ὑπερβόρειος, ον, ΝΜΑ, και ιων. τ. υπερβόρεος, έη, ον, Α νεοελλ. αυτός που βρίσκεται στα βορειότερα μέρη τής Ευρώπης ή κατάγεται από τα μέρη αυτά («ξανθή υπερβόρεια καλλονή») αρχ. 1. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Ὑπερβόρειος·προσωνυμία τού… … Dictionary of Greek
Борей — У этого термина существуют и другие значения, см. Борей (значения). Борей (др. греч. Βορέας, Βοῤῥᾶς «северный») в греческой мифологии[1] олицетворение северного бурного ветра. Упомянут в «Илиаде» (V 524 и др.), «Одиссее» (V 296) … Википедия
στερεός — και στερρός, ά, ό / στερεός και στερρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και στερεή και στερρή, και στέρεος, η ο, και στέριος, α, ο, Ν 1. αυτός που έχει πυκνή σύσταση, συμπαγής, σκληρός (α. «στερεά ουσία» β. «στερεὸν κέρας», Αριστοτ.) 2. ισχυρός, δυνατός, γερός … Dictionary of Greek
ՀԻՒՍԻՍ — (սիսոյ.) NBH 2 0102 Chronological Sequence: Early classical, 13c ՀԻՒՍԻՍ ՀԻՒՍԻՍԻ. βορρᾶς, βορέας, βορέης eptentrio, aquilo, boreas. գրի եւ ՀԻՒՍԻՒՍ. ՀԻՒՍԻՒՍԻ. ՀՒՍՒՍ. ՀԻՍԻՍԻ. այսինքն հիւսիւս. հիւսիւսի. Կողմն աշխարհի ընդ մէջ արեւելից եւ արեւմտից՝ դէմ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՀԻՒՍԻՍԻ — (սւոյ.) NBH 2 0102 Chronological Sequence: Early classical, 13c ՀԻՒՍԻՍ ՀԻՒՍԻՍԻ. βορρᾶς, βορέας, βορέης eptentrio, aquilo, boreas. գրի եւ ՀԻՒՍԻՒՍ. ՀԻՒՍԻՒՍԻ. ՀՒՍՒՍ. ՀԻՍԻՍԻ. այսինքն հիւսիւս. հիւսիւսի. Կողմն աշխարհի ընդ մէջ արեւելից եւ արեւմտից՝ դէմ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)